πληθυσμός

πληθυσμός
Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα και για π. εντόμων ή και για π. επιχειρήσεων. Ο ανθρώπινος π. μπορεί να εξεταστεί από πολλές απόψεις και ιδιαίτερα από δημογραφική άποψη, από οικονομικοεπαγγελματική, από πολιτικοκοινωνική, από άποψη δικαίου ή και από εθνολογική, ανθρωπολογική, βιολογική, ιατρική. Εκείνη όμως που είναι κατά κυριολεξία και κατά περιεχόμενο επιστήμη του π. είναι η δημογραφία, που μελετά τα οργανικά και δυναμικά χαρακτηριστικά του π. και εξετάζει τις βιολογικές και κοινωνικές όψεις τους καθώς και τις αλληλεξαρτήσεις τους.Το πιο σημαντικό και άμεσο δεδομένο, σχετικά με τον π., είναι ο αριθμός του. Στις πιο προοδευμένες κοινωνικά και οικονομικά χώρες υπολογίζεται με τις απογραφές, ενώ στις χώρες όπου, εξαιτίας της μεγάλης έκτασης ή της έλλειψης οικονομικών μέσων, δεν γίνονται απογραφές, ο αριθμός των κατοίκων υπολογίζεται με άλλους τρόπους ή κατ’ εκτίμηση. Από αυτό προκύπτει ότι σήμερα δεν είμαστε σε θέση να καθορίσουμε με ακρίβεια, ούτε ήταν δυνατό, πολύ λιγότερο κατά το παρελθόν, πόσοι είναι οι κάτοικοι των διάφορων ηπείρων. Ως προς τα οργανικά χαρακτηριστικά τα σημαντικότερα είναι η συγκρότηση του π. κατά ηλικία και κατά οικονομική απασχόληση. Αυτά μελετώνται συνθετικά με υποδιαίρεση του π. σε τρεις μεγάλες κλάσεις ηλικιών, από 0 έως 15 ετών (βρέφη και παιδιά), από 15 έως 60 ετών (αναπαραγωγοί του είδους και άτομα στη φάση της οικονομικά ενεργής ζωής) και από 60 και άνω (ηλικιωμένοι). Από τις κινήσεις του π. μελετώνται ιδιαίτερα οι γεννήσεις και οι θάνατοι, που αποτελούν τη φυσική κίνηση, και οι μεταναστεύσεις που, αν και είναι καθαρά κοινωνικό φαινόμενο, προκαλούν, όταν είναι συνεχείς και έντονες, μεγάλες δημογραφικές διαταραχές. Στις ανεπτυγμένες χώρες, η θνησιμότητα ελαττώνεται εξαιτίας των καταπληκτικών προόδων της ιατρικής και της φαρμακοποιίας. Η πιθανότητα θανάτου, πολύ υψηλή αμέσως μετά τη γέννηση, ελαττώνεται με το πέρασμα των ετών και φτάνει στο ελάχιστο γύρω στα 10-15 έτη, απ’ όπου ξαναρχίζει ν’ ανεβαίνει έως τα ψηλότερα ποσοστά των μεγάλων ηλικιών. Μεγάλες ανησυχίες δημιουργεί, όπως άλλωστε και στο παρελθόν, η γρήγορη αύξηση του π. σε σχέση με τις οικονομικές και πολιτιστικές δυνατότητες. Σήμερα καταβάλλονται προσπάθειες για να βρεθεί ένας μαθηματικός τύπος που θα επιτρέψει να προβλέψουμε με κάποια ακρίβεια τη μελλοντική αύξηση του π. Τα δημογραφικά προβλήματα έχουν λάβει, κατά την εποχή μας, κρίσιμη σημασία, μετά την «πληθυσμιακή έκρηξη», όπως χαρακτηρίζεται η ραγδαία αύξηση του π. κυρίως στους λαούς που εισέρχονται στο στάδιο της σύγχρονης ανάπτυξης.
* * *
ο, ΝΜΑ [πληθύνω]
νεοελλ.
1. ο συνολικός αριθμός ατόμων ή κατοίκων που καταλαμβάνουν μια περιοχή και ο οποίος υφίσταται συνεχείς τροποποιήσεις με αυξήσεις, λόγω γεννήσεων και μετοικήσεων, και με απώλειες, λόγω θανάτων και αποδημιών
2. βιολ. ο αριθμός τών ζώων ή τών φυτών που ζει σε μια ορισμένη περιοχή
3. αστρον. το σύνολο τών αστέρων ενός γαλαξία που παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως λ,χ. ηλικία, χημική σύσταση κ ά.
4. φυσ. ο αριθμός τών σωματιδίων που βρίσκονται στην ίδια κβαντική κατάσταση
5. φρ. α) «αγροτικός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που κατοικεί σε κοινότητες οι οποίες χαρακτηρίζονται αγροτικές
β) «αστικός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που κατοικεί οε οικισμούς που χαρακτηρίζονται ως αστικοί
γ) «ημιαστικός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που κατοικεί σε οικισμούς ημιαστικούς, δηλαδή σε κωμοπόλεις
δ) «ενεργός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που εργάζεται ή είναι ικανός για εργασία
ε) «κλειστός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που δεν έχει μεταναστευτικές ανταλλαγές με το εξωτερικό στ) «πραγματικός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που είναι παρών κατά την απογραφή σε μια περιοχή
ζ) «νόμιμος πληθυσμός» — το σύνολο τών προσώπων που είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο δήμου ή κοινότητας, την ημέρα τής απογραφής
η) «ενδημικός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που έχει τη συνήθη κατοικία του σε μια ορισμένη περιοχή
θ) «σταθερός πληθυσμός» — ο πληθυσμός στον οποίο η γεννητικότητα και η θνησιμότητα κατά ηλικία παραμένουν σταθερές και η κατά ηλικία δομή παραμένει αμετάβλητη
ι) «στάσιμος πληθυσμός» — ο πληθυσμός τού οποίου τα ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας είναι ισότιμα
ια) «φυσικός ανθρώπινος πληθυσμός» — ο πληθυσμός που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον θάνατο με αποτελεσματικά μέσα και τις γεννήσεις με μέσα ελέγχου
ιβ) «υπολογιζόμενος πληθυσμός» — η εκτίμηση τού μεγέθους και τής δομής τού πληθυσμού και' έτος
ιγ) «δομή πληθυσμού» — η κατανομή τού πληθυσμού κατά κατηγορίες με βάση το φύλο και την ηλικία
ιδ) «πυκνότητα πληθυσμού» — το πηλίκον τής διαίρεσης τού αριθμού τών κατοίκων μιας περιοχής διά τής επιφάνειας τής περιοχής αυτής
ιε) «κίνηση πληθυσμού» — οι προσθήκες και οι απώλειες ενός πληθυσμού που οφείλονται στις γεννήσεις και στους θανάτους, στις αποδημίες και στις μετοικήσεις
ιστ) «καθαρή αύξηση πληθυσμού» — το αλγεβρικό άθροισμα τής φυσικής αύξησης τού πληθυσμού και τής καθαρής μετανάστευσης στη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου
ιζ) «φυσική αύξηση πληθυσμού» — η διαφορά μεταξύ τού αριθμού τών γεννήσεων και τού αριθμού τών θανάτων σε ορισμένη χρονική περίοδο
ιθ) «γενετική πληθυσμών»
βιολ. κλάδος τής γενετικής που ερευνά τη γενετική σύσταση τών πληθυσμών, τις αλληλεπιδράσεις τών γονιδίων και τις αλλαγές τους, οι οποίες προκαλούν τις πληθυσμικές μεταβολές και προωθούν έτσι την εξέλιξη
κ) «αναστροφή πληθυσμού»
φυσ. η ανακατανομή που συντελείται στις ατομικές ενεργειακές στάθμες ενός συστήματος και που επιτρέπει την εκδήλωση τών φαινομένων λέιζερ
μσν.-αρχ.
η αύξηση ως προς το πλήθος, ως προς τον αριθμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πληθυσμός — a making multiple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυσμός — ο το σύνολο των κατοίκων ενός τόπου: Η μετανάστευση μείωσε επικίνδυνα τον πληθυσμό πολλών περιοχών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η …   Dictionary of Greek

  • Ντανάκιλ — Πληθυσμός της ανατολικής Αφρικής ο οποίος αποτελεί την εθνική πλειονότητα του γαλλικού υπερπόντιου εδάφους, που ήταν γνωστό παλαιότερα ως Γαλλική Σομαλία και σήμερα ως Γαλλικό Έδαφος των Αφάρ και των Ισά Αφάρ (που σημαίνει οι ελεύθεροι), είναι… …   Dictionary of Greek

  • Οστιακοί — Πληθυσμός του κορμού των Μογγολιδών, εγκατεστημένος μεταξύ των Ουραλίων και του ποταμού Ομπ της Ρωσίας. Οι κάτοικοι στην περιοχή των Ουραλίων ονομάζονται και Βογγούλοι ή Μαντζ, ενώ οι κάτοικοι της αριστερής όχθης του ποταμού Γεννισέη ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • Τσεροκοί — Πληθυσμός ιθαγενών της Βορείου Αμερικής, που κατοικούσε στην περιοχή που περιλαμβάνει τις σημερινές πολιτείες Βιρτζίνια, Νότια και Βόρεια Καρολίνα, Τζώρτζια και Αλαμπάμα. Ήταν γεωργικός λαός και είχαν ιδρύσει πολυάριθμα χωριά. Σύμμαχοι της… …   Dictionary of Greek

  • Τσιγγάνοι — Πληθυσμός αρχαίας καταγωγής, που ζει ακόμα και σήμερα κατά νομαδικό τρόπο στην κεντρική και μεσογειακή Ευρώπη. Εμφανίστηκαν στην πεδιάδα του Δούναβη κατά τον 10o αι. και η προέλευσή τους είναι αντικείμενο πολλών απόψεων. Αν και δεν αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • πληθυσμοῦ — πληθυσμός a making multiple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυσμῷ — πληθυσμός a making multiple masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”